φέστα — φέστα, η και φιέστα, η (λ. ιταλ.) 1. γιορτή, πανηγύρι. 2. μτφ., σκηνή σε βάρος κάποιου, πάθημα που γελοιοποιεί, γελοιοποίηση, διασυρμός: Έπαθε μεγάλη φέστα, όταν η γυναίκα του τον έδειρε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φέστα — η, Ν βλ. φιέστα … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
φιέστα — και φέστα, η, Ν 1. γιορτή, πανηγύρι 2. μτφ. δυσάρεστη ιστορία ή περιπλοκή που επιφέρει διασυρμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. fiesta, ιταλ. festa < λατ. festum «γιορτή», ουδ. τού επίθ. festus «εορταστικός»] … Dictionary of Greek
festă — FÉSTĂ, feste, s.f. Păcăleală, farsă. ♢ expr. A face (sau a juca etc.) o festă sau festa (cuiva) = a păcăli (pe cineva). – Din it. festa. Trimis de LauraGellner, 10.05.2004. Sursa: DEX 98 FÉSTĂ s. v. farsă. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa:… … Dicționar Român
φιέστα — η βλ. φέστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)